A E V A L
Until the 1990s AEVAL was a factory producing agricultural fertilizers in Ptolemaida. It was a polluting agent for the area. Then it closed due to unprofitable operation and was abandoned. Because abandonment is associated with time, decay and death, and since all that is abandoned has a fascination for photographers, I started visiting it several times every year since 2009.
To my eyes, AEVAL looked scary like a kind of Chernobyl. At first I felt a sense of insecurity and awe in front of the sizes of the industrial structures I encountered there. There were not a few times when inside the buildings I heard strange noises, which scared me. A little later I discovered that they came from birds and from the expansion-contraction of materials. Then I adapted and learned very well the spaces and how to move in them, always keeping in mind that in case of an accident I would not be noticed by anyone. Photography is a kind of siren that always finds ways to blow the mind of the artist (amateur) photographer. For his part, he acts on his instinct and enters a situation where he does not know and perhaps should not know where he will end up. The rust and abandonment of the industrial landscape of AEVAL was inevitable to catch my interest and lead me to a classic black and white treatment of the subject because that way the drama would increase the intensity of the images. But the photographer has to take risks. To grope new paths, dangerous ones. To cause failure, to risk the collapse of the project and the idea, and not to settle and settle into the safe mediocrity of the obvious creation. Then came bright, festive color to replace black and gray and, somewhat brazenly, to subvert the viewer's natural color logic, hoping to bridge realism with dream, melancholy with joy, collapse with transformation, death and rebirth. Vrettakos Alexandros Α Ε Β Α Λ Η ΑΕΒΑΛ ήταν μέχρι τη δεκαετία του ΄90 ένα εργοστάσιο παραγωγής γεωργικών λιπασμάτων στην Πτολεμαΐδα. Αποτελούσε έναν ρυπογόνο παράγοντα για την περιοχή. Μετά έκλεισε λόγω ασύμφορης λειτουργίας και εγκαταλείφθηκε. Επειδή η εγκατάλειψη συνδέεται με τον χρόνο, τη φθορά και τον θάνατο και δεδομένου ότι όλα τα εγκαταλελειμμένα ασκούν μια γοητεία στους φωτογράφους, ξεκίνησα να την επισκέπτομαι αρκετές φορές κάθε χρόνο από το 2009. Στα μάτια μου η ΑΕΒΑΛ έμοιαζε τρομακτική σαν ένα είδος Τσέρνομπιλ. Στην αρχή αισθανόμουν μια ανασφάλεια και ένα δέος μπροστά στα μεγέθη των βιομηχανικών κατασκευών που συναντούσα εκεί. Δεν ήταν λίγες οι φορές που στα εσωτερικά των κτηρίων άκουγα παράξενους θορύβους, που με φόβιζαν. Λίγο αργότερα ανακάλυψα ότι προέρχονταν από πουλιά και από τις διαστολές-συστολές των υλικών. Στη συνέχεια προσαρμόστηκα και έμαθα πολύ καλά τους χώρους και τον τρόπο να κινούμαι μέσα σε αυτούς, έχοντας πάντοτε στο μυαλό μου ότι σε περίπτωση ατυχήματος δεν θα γινόμουν αντιληπτός από κανένα. Η φωτογραφία είναι ένα είδος σειρήνας που βρίσκει πάντα τρόπους να ξεμυαλίσει τον καλλιτέχνη (ερασιτέχνη) φωτογράφο. Από τη μεριά του αυτός λειτουργεί έρμαιο του ενστίκτου του και μπαίνει σε μια κατάσταση που δεν ξέρει και ίσως δεν πρέπει να ξέρει πού θα καταλήξει. Η σκουριά και η εγκατάλειψη του βιομηχανικού τοπίου της ΑΕΒΑΛ ήταν αναπόφευκτο να τραβήξουν το ενδιαφέρον μου και να με οδηγήσουν σε μια κλασική ασπρόμαυρη αντιμετώπιση του θέματος γιατί έτσι το δράμα θα μεγάλωνε την ένταση των εικόνων. Όμως ο φωτογράφος πρέπει να ρισκάρει. Να ψηλαφεί καινούργια μονοπάτια, επικίνδυνα. Να προκαλεί την αποτυχία, το ρίσκο της κατάρρευσης του έργου και της ιδέας, και όχι να συμβιβάζεται και να βολεύεται στην ασφαλή μετριότητα της προφανούς δημιουργίας. Τότε ήρθε το χρώμα έντονο, γιορτινό, για να αντικαταστήσει το μαύρο και το γκρι και, κάπως θρασύτατα, να ανατρέψει τη φυσική χρωματική λογική του θεατή, με την ελπίδα να γεφυρώσει τον ρεαλισμό με το όνειρο, τη μελαγχολία με την χαρά, την κατάρρευση με τη μεταμόρφωση, τον θάνατο με την αναγέννηση. Βρεττάκος Αλέξανδρος |